καθίννυμαι

καθίννυμαι
καθίννυμαι (Α)
1. καθίζομαι*
2. παίρνω ή μπαίνω σε θερμό λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἵννυμαι, αμφίβολος τ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου «ἰνύεσθαι
κοσμεῑν, ἱδρύνεσθαι», η οποία όμως δεν παρουσιάζει δασύτητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσκαθίννυμαι — Α βάζω κάποιον να καθήσει κοντά, παραπλεύρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθίννυμαι* «καθίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”